- παραλογιστης
- παραλογιστήςπαρα-λογιστής-οῦ ὅ вводящий в заблуждение, обманщик Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραλογιστής — ὁ, Α [παραλογίζομαι] 1. αυτός που εξαπατά κάποιον με ψευδείς υπολογισμούς ή λογαριασμούς 2. αυτός που παραπλανεί κάποιον με ψευδείς συλλογισμούς 3. (γενικά) απατεώνας … Dictionary of Greek